κανονάρχισμα

κανονάρχισμα
και κανονάρχημα, το [κανοναρχίζω]
1. το έργο τού κανονάρχη, η υπαγόρευση τών ψαλλόμενων κανόνων, δηλ. εκκλησιαστικών ύμνων, στον ψάλτη
2. μτφ. υπαγόρευση, εισήγηση, υποκίνηση, υποβολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλανάρχισμα — το βλ. κανονάρχισμα …   Dictionary of Greek

  • καλονάρχισμα — το βλ. κανονάρχισμα …   Dictionary of Greek

  • κανονάρχημα — το βλ. κανονάρχισμα …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”